ανακολυμβώ

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht

Menander, Monostichoi, 274

Greek Monolingual

ἀνακολυμβῶ (-άω) (Α)
1. κολυμπώ και βγαίνω στην επιφάνεια
2. ανασύρω κάτι από τον πυθμένα στην επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κολυμβῶ].