ἀνάλυτος

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάλῠτος Medium diacritics: ἀνάλυτος Low diacritics: ανάλυτος Capitals: ΑΝΑΛΥΤΟΣ
Transliteration A: análytos Transliteration B: analytos Transliteration C: analytos Beta Code: a)na/lutos

English (LSJ)

ον,

   A dissoluble, Plot.4.7.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάλυτος: -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἀναλυθῇ, Πλωτῖν. 457Α.

Spanish (DGE)

-ον
descomponible οἱ δὲ τοῦ Ἐπικούρου θεοί Origenes Cels.4.14.

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί εύκολα να λυθεί γιατί είναι χαλαρά δεμένος
2. ο άπλεκτος
3. ο αραιά υφασμένος
4. ο λειωμένος, ο διαλυμένος
5. ο νερουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναλύω.
ΠΑΡ. αναλυτάδα, ανάλυτος. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του γένους Ευγένιο Βούλγαρι (1716-1806)].