ἀνακούφισμα

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακούφισμα Medium diacritics: ἀνακούφισμα Low diacritics: ανακούφισμα Capitals: ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΜΑ
Transliteration A: anakoúphisma Transliteration B: anakouphisma Transliteration C: anakoyfisma Beta Code: a)nakou/fisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a relief, Hp.Vict.2.64.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακούφισμα: -ατος, τό, ἐλάφρυνσις, Ἱππ. 364. 4.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
elevación de brazos τὰ δὲ ἀνακινήματα καὶ ἀνακουφίσματα τὴν μὲν σάρκα ἥκιστα διαθερμαίνει Hp.Vict.2.64.1.

Greek Monolingual

το (Α ἀνακούφισμα) ἀνακουφίζω
η ανακούφιση.