αναληθής

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές (Α ἀναληθής, -ές και ἀναλήθης, -ες)
1. (για ανθρώπους) αυτός που ψεύδεται, ο ψεύτης
2. (για πράγματα) ψεύτικος, ανυπόστατος
αρχ.
(για ύφος) επιτηδευμένος, επίπλαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀληθής.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλήθεια].