αναγνώριση
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α ἀναγνώρισις) ἀναγνωρίζω
η επαναφορά στη μνήμη προσώπων, πραγμάτων ή παραστάσεων μετά από νέα επαφή με αυτά
νεοελλ.
1. παραδοχή, αποδοχή, ομολογία, επιβεβαίωση
2. αποδοχή του κύρους κάποιου
3. (ως στρ. όρος) εξερεύνηση περιοχής, κατόπτευση
αρχ.
(στην τραγωδία) αποκάλυψη της πραγματικής και μη φανερής σχέσης δύο προσώπων, η οποία οδηγεί στη λύση του δράματος.