αναγνώριση

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀναγνώρισις) ἀναγνωρίζω
η επαναφορά στη μνήμη προσώπων, πραγμάτων ή παραστάσεων μετά από νέα επαφή με αυτά
νεοελλ.
1. παραδοχή, αποδοχή, ομολογία, επιβεβαίωση
2. αποδοχή του κύρους κάποιου
3. (ως στρ. όρος) εξερεύνηση περιοχής, κατόπτευση
αρχ.
(στην τραγωδία) αποκάλυψη της πραγματικής και μη φανερής σχέσης δύο προσώπων, η οποία οδηγεί στη λύση του δράματος.