ἀναπαίτητος

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπαίτητος Medium diacritics: ἀναπαίτητος Low diacritics: αναπαίτητος Capitals: ΑΝΑΠΑΙΤΗΤΟΣ
Transliteration A: anapaítētos Transliteration B: anapaitētos Transliteration C: anapaititos Beta Code: a)napai/thtos

English (LSJ)

ον,

   A not reclaimable, χρήματα Ἀρχ.Δελτ. 6.100 (Methymna, ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπαίτητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀπαιτήσῃ, Ἀνδρ. Παλαιολόγ. Χρυσόβουλ. ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθα, τόμ. Α΄, σ. 221.

Spanish (DGE)

-ον
que no puede ser reclamado χρήματα IG 12.Suppl.(2).116.17 (Metimna II a.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀναπαίτητος, -ον) ἀπαιτῶ
αυτός που δεν τον απαίτησε ή δεν τον απαιτεί κανείς, αζήτητος, αγύρευτος.