ανδρόκμητος
From LSJ
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
Greek Monolingual
ἀνδρόκμητος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος από ανθρώπινα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -κμητος < κάμνω «κουράζομαι, υποφέρω»].