ἀνδρόκμητος
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
ἀνδρόκμητον, wrought by men's hands, τύμβος Il.11.371.
Spanish (DGE)
-ον construido por hombres τύμβος Il.11.371.
German (Pape)
[Seite 218] von Menschen gemacht, τύμβος, Il. 11, 371.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait de main d'homme.
Étymologie: ἀνήρ, κάμνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρόκμητος: сделанный руками человеческими (τύμβος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρόκμητος: -ον, (κάμνω) ὁ ὑπ’ ἀνθρωπίνων χειρῶν εἰργασμένος, ἀνδροκμήτῳ ἐπὶ τύμβῳ Ἰλ. Λ. 371· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύων προφανῶς τὸ χωρίον τοῦτο λέγει: «ἀνδροκμήτῳ· ἐν ᾧ ἀνὴρ ἀποθανὼν κεῖται, ἢ ὑπὸ ἀνδρὸς οἰκοδομηθέντι»· πρβλ. θεόδμητος.
English (Autenrieth)
(κάμνω): wrought by men's hands, Il. 11.371†.
Greek Monolingual
ἀνδρόκμητος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος από ανθρώπινα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -κμητος < κάμνω «κουράζομαι, υποφέρω»].
Greek Monotonic
ἀνδρόκμητος: -ον (κάμνω), κατειργασμένος από ανδρικά χέρια, σε Ομήρ. Ιλ.