ἀνδρόκμητος

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρόκμητος Medium diacritics: ἀνδρόκμητος Low diacritics: ανδρόκμητος Capitals: ΑΝΔΡΟΚΜΗΤΟΣ
Transliteration A: andrókmētos Transliteration B: androkmētos Transliteration C: androkmitos Beta Code: a)ndro/kmhtos

English (LSJ)

ἀνδρόκμητον, wrought by men's hands, τύμβος Il.11.371.

Spanish (DGE)

-ον construido por hombres τύμβος Il.11.371.

German (Pape)

[Seite 218] von Menschen gemacht, τύμβος, Il. 11, 371.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait de main d'homme.
Étymologie: ἀνήρ, κάμνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρόκμητος: сделанный руками человеческими (τύμβος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρόκμητος: -ον, (κάμνω) ὁ ὑπ’ ἀνθρωπίνων χειρῶν εἰργασμένος, ἀνδροκμήτῳ ἐπὶ τύμβῳ Ἰλ. Λ. 371· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύων προφανῶς τὸ χωρίον τοῦτο λέγει: «ἀνδροκμήτῳ· ἐν ᾧ ἀνὴρ ἀποθανὼν κεῖται, ἢ ὑπὸ ἀνδρὸς οἰκοδομηθέντι»· πρβλ. θεόδμητος.

English (Autenrieth)

(κάμνω): wrought by men's hands, Il. 11.371†.

Greek Monolingual

ἀνδρόκμητος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος από ανθρώπινα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -κμητος < κάμνω «κουράζομαι, υποφέρω»].

Greek Monotonic

ἀνδρόκμητος: -ον (κάμνω), κατειργασμένος από ανδρικά χέρια, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

κάμνω
wrought by men's hands, Il.