ανδράγρια
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
ἀνδράγρια, τα (Α)
τα λάφυρα από σκοτωμένο εχθρό και κυρίως η πανοπλία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -αγρια, πληθ. του -αγριον < άγρα «κυνήγι»].