διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν → see through a brick wall, see through rocks and an oak
κ. ανημποριά, η1. σωματική αδυναμία, αδιαθεσία, εξάντληση2. οικονομική δυσχέρεια, φτώχεια.