ανθέμιο

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

το (Α ἀνθέμιον)
1. συνηθισμένο φυτικό κόσμημα της αρχαίας τέχνης (σε ακρωτήρια, ακροκέραμα)
2. φυτικό κόσμημα σε τατουάζ
3. το φυτό ανθεμίς.