ανθρακοπώλης
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
Greek Monolingual
ο (Α ἀνθρακοπώλης)
πωλητής γαιανθράκων ή ξυλανθράκων, καρβουνιάρης.
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
ο (Α ἀνθρακοπώλης)
πωλητής γαιανθράκων ή ξυλανθράκων, καρβουνιάρης.