λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
ἀνθρωπόγλωσσος, -ον (Α)(για τον παπαγάλο) αυτός που μιλά σαν άνθρωπος, που έχει ανθρώπινη λαλιά.