ανιστόρητος
Greek Monolingual
κ. ανιστόριστος, -η, -ο (AM ἀνιστόρητος, -ον)
1. αυτός που αγνοεί την ιστορία, ο ιστορικά αμόρφωτος
2. αυτός που δεν αναφέρεται από την ιστορία, αμνημόνευτος, ακατάγραφος, άγνωστος
νεοελλ.
1. αμόρφωτος, αγράμματος
2. αυτός που δεν μπορεί να περιγραφεί («λαχτάρες ανιστόριστες», «Εσύ με τ' ανιστόριστα τα κάλλη» (Κ. Παλαμάς)
μσν.
(για εκκλησίες) ο μη ζωγραφισμένος, ο δίχως εικόνες, αζωγράφητος
αρχ.
απληροφόρητος για κάτι.