ανθρακογράφημα

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

Greek Monolingual

το
έργο ζωγραφικής που γίνεται με κάρβουνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + γράφημα. Η λ. στον πληθ. (ανθρακογραφήματα, τα) μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].