αντίρροπος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀντίρροπος, -ον) αντιρρέπω
νεοελλ.
αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το αντίθετο μέρος, προς την αντίθετη κατεύθυνση
αρχ.
1. αυτός που ενεργεί ως αντιστάθμισμα, που διατηρεί την ισορροπία σε κάτι
2. εξίσου βαρύς με κάποιον
3. ισοδύναμος με κάποιον.