αντίρροπος
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀντίρροπος, -ον) αντιρρέπω
νεοελλ.
αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το αντίθετο μέρος, προς την αντίθετη κατεύθυνση
αρχ.
1. αυτός που ενεργεί ως αντιστάθμισμα, που διατηρεί την ισορροπία σε κάτι
2. εξίσου βαρύς με κάποιον
3. ισοδύναμος με κάποιον.