αντιπαρατάσσω
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
Greek Monolingual
(AM ἀντιπαρατάσσω κ. -ττω)
1. παρατάσσω, αντιτάσσω κάποιον ή κάτι εναντίον κάποιου άλλου
2. (-ομαι) παρατάσσομαι εναντίον κάποιου, αντιτάσσομαι, αντιστέκομαι.