ἀντιπαρατάσσω

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

German (Pape)

[Seite 257] dem Feinde gegenüber in Schlachtordnung aufstellen; intr., sich, sc. ἑαυτόν, Pol. 9, 26. – Gew. med., Thuc. 1, 48; Xen. u. Folgd., wie Pol. 2, 43, πρός τι; Men. Ath. IV, 172 b.

Greek Monolingual

(AM ἀντιπαρατάσσω κ. -ττω)
1. παρατάσσω, αντιτάσσω κάποιον ή κάτι εναντίον κάποιου άλλου
2. (-ομαι) παρατάσσομαι εναντίον κάποιου, αντιτάσσομαι, αντιστέκομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπαρατάσσω: атт. ἀντιπαρατάττω (sc. ἑαυτόν) преимущ. med.
1 со своей стороны выстраиваться в боевом порядке, занимать позиции против (ἀλλήλοις Thuc.; ἀσπίδες ἀντιπαρατεταγμέναι Plut.): ἀπὸ τοῦ ἀντιπαραταχθέντος Thuc. в боевом порядке;
2 перен. готовиться к бою (ἀντιπαρατεταγμένος πρὸς τὴν ἀσέλγειάν τινος Aeschin.);
3 располагаться напротив Men.