αντιπαρατάσσω
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
Greek Monolingual
(AM ἀντιπαρατάσσω κ. -ττω)
1. παρατάσσω, αντιτάσσω κάποιον ή κάτι εναντίον κάποιου άλλου
2. (-ομαι) παρατάσσομαι εναντίον κάποιου, αντιτάσσομαι, αντιστέκομαι.