ἀντροειδής
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
English (LSJ)
ές,
A like caues, Epicur.Ep.2p.48U., Placit.3.15.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντροειδής: -ές, ὅμοιος, ἄντρῳ, ἢ ἀντρώδης, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 105, Πλούτ, 2. 896Ε.
Spanish (DGE)
-ές
cavernoso τόπος Epicur.Ep.[3] 105, cf. Placit.3.15.11.
Greek Monolingual
ἀντροειδής (-οῡς), -ές (Α)
όμοιος με άντρο.