αξεχώριστος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν είναι δυνατόν να ξεχωριστεί, να τοποθετηθεί χωριστά από κάποιον ή από κάτι
2. αδιανέμητος, αδιαίρετος («κληρονομικά αξεχώριστα»)
3. εκείνος που δεν μπορούμε να τον ξεχωρίσουμε, να τον διακρίνουμε από κάποιον άλλο («αυτά τα δίδυμα είναι αξεχώριστα»).