απέραντος

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπέραντος, -ον) περαίνω
αυτός που δεν έχει τέλος, άπειρος
2. αναρίθμητος, αμέτρητος
αρχ.
1. (για χρόνο) ατελείωτος
2. ανεξάντλητος
3. αυτός που φαίνεται ότι δεν έχει τέλος
4. αυτός που δεν επιτρέπει να δραπετεύσει κανείς, που δεν επιτρέπει έξοδο, αδιάβατος
5. (λόγος, δηλ. συλλογισμός) χωρίς πέρας, χωρίς αιτιολογημένο συμπέρασμα.