απέραντος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπέραντος, -ον) περαίνω
αυτός που δεν έχει τέλος, άπειρος
2. αναρίθμητος, αμέτρητος
αρχ.
1. (για χρόνο) ατελείωτος
2. ανεξάντλητος
3. αυτός που φαίνεται ότι δεν έχει τέλος
4. αυτός που δεν επιτρέπει να δραπετεύσει κανείς, που δεν επιτρέπει έξοδο, αδιάβατος
5. (λόγος, δηλ. συλλογισμός) χωρίς πέρας, χωρίς αιτιολογημένο συμπέρασμα.