πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government
ἀπηλεγής, -ές (Α)βλοσυρός, σκληρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ηλεγής < αλέγω «φροντίζω»].