Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
ἀπήορος κ. ἀπάορος κ. ἀπηόριος κ. ἀπήωρος, -ον (Α) αείρω1. αυτός που κρέμεται σε ύψος, που είναι ψηλά2. (με γενική) αυτός που είναι μακριά από κάτι.