απλοποίηση
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. η μετατροπή, μεταβολή κάποιου σύνθετου ή περίπλοκου πράγματος, σε απλή μορφή ή κατάσταση
2. Γλωσσ. η σίγηση φθόγγου που ανήκει κανονικά σε σύμπλεγμα για φωνητικούς ή αρθρωτικούς, κυρίως, λόγους
3. Μαθημ. πράξη με την οποία μεταβάλλουμε κλάσματα, εξισώσεις ή γενικές παραστάσεις σε απλούστερη μορφή, χωρίς να μεταβάλλεται η αξία τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απλοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά, Λεβαδέως].