απλοποίηση

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monolingual

η
1. η μετατροπή, μεταβολή κάποιου σύνθετου ή περίπλοκου πράγματος, σε απλή μορφή ή κατάσταση
2. Γλωσσ. η σίγηση φθόγγου που ανήκει κανονικά σε σύμπλεγμα για φωνητικούς ή αρθρωτικούς, κυρίως, λόγους
3. Μαθημ. πράξη με την οποία μεταβάλλουμε κλάσματα, εξισώσεις ή γενικές παραστάσεις σε απλούστερη μορφή, χωρίς να μεταβάλλεται η αξία τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απλοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά, Λεβαδέως].