δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ο (Μ ἀποδότης)νεοελλ.1. ο εργάτης που μεταφέρει λάσπη στους χτίστες2. γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το φόρτωμα σταριού, σανού κ.λπ.μσν.αυτός που ανταποδίδει κάτι σε κάποιον.