αποδότης

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

ο (Μ ἀποδότης)
νεοελλ.
1. ο εργάτης που μεταφέρει λάσπη στους χτίστες
2. γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το φόρτωμα σταριού, σανού κ.λπ.
μσν.
αυτός που ανταποδίδει κάτι σε κάποιον.