απαρτία

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

η (Α ἀπαρτία κ. ιων. -ίη)
νεοελλ.
ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός προσώπων σε συνεδρίαση νομικού προσώπου δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου για την έγκυρη λήψη απόφασης
αρχ.
1. οικιακά σκεύη, κινητή περιουσία
2. η λεία του πολέμου, τα λάφυρα
3. δημοπρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αρτία, θηλ. του επιθ. άρτιος].