άπλωμα

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

το (AM ἅπλωμα)
ξεδίπλωμα, τέντωμα
μσν.- νεοελλ.
(για υφάσματα) το κάλυμμα επίπλου ή της Αγίας Τραπέζης
νεοελλ.
1. έκθεση νωπών ή υγρών πραγμάτων στο ύπαιθρο, για να στεγνώσουν
2. απλοχωριά, ανοιχτός χώρος.