αποκρουστικός

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀποκρουστικός, -ή, -όν) αποκρούω
νεοελλ.
αντιπαθητικός, απεχθής, δυσάρεστος
αρχ.
αυτός που έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να αποκρούει
2. (για τη σελήνη) που λιγοστεύει, που είναι στη φάση της ελάττωσης.