απολιθώνω
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(AM ἀπολιθῶ, -όω) λιθώνω
μεταβάλλω, μεταμοφώνω σε λίθο
νεοελλ.
κάνω κάποιον να μείνει άναυδος, ακίνητος, τον αποσβολώνω.