Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(AM ἀποκλαίω, Α κ. -κλάω)σταματώ το κλάμα, παύω να κλαίωνεοελλ.θρηνώ κάποιον σαν να έχει ήδη πεθάνειαρχ.1. κλαίω με λυγμούς, θρηνολογώ2. θρηνώ κάποιον.