αποτομή

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

η (AM ἀποτομή) αποτέμνω
1. αποκοπή, απότμηση («ἀποτομή τῆς κεφαλῆς τοῡ Προδρόμου»)
αρχ.
1. τεμάχιο, τμήμα
2. διακλάδωση (νεύρων)
3. (για δρόμους) διασταύρωση
4. διακοπή (περιόδου του λόγου).