ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
(AM ἀποξύνω) οξύνω1. κάνω κάτι οξύ στο άκρο2. εξάπτω, διεγείρωαρχ.(για φωνή) την καθιστώ διαπεραστική.