απουσιάζω

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal

Source

Greek Monolingual

ἀπουσιάζω)
1. δεν είμαι παρών, δεν παρευρίσκομαι κάπου, λείπω
2. ελλείπω, δεν υπάρχω
αρχ.
δαπανώ μέρος της περιουσίας μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απουσία. Η λ. με τη νεοελλ. της σημασία μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικο Λεξικό του Άγγελου Βλάχου].