απουσιάζω

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek Monolingual

ἀπουσιάζω)
1. δεν είμαι παρών, δεν παρευρίσκομαι κάπου, λείπω
2. ελλείπω, δεν υπάρχω
αρχ.
δαπανώ μέρος της περιουσίας μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απουσία. Η λ. με τη νεοελλ. της σημασία μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικο Λεξικό του Άγγελου Βλάχου].