απώστης
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
(Μ ἀπώστης) απωθώ
νεοελλ.
όργανο ή εξάρτημα που χρησιμεύει για απώθηση ή για απομάκρυνση
μσν.
αυτός που απομακρύνει, που διώχνει.