αποχωρώ

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

Greek Monolingual

(AM ἀποχωρῶ, -έω)
1. απομακρύνομαι με τη θέληση μου, αναχωρώ
2. αποσύρομαι, παραιτούμαι
αρχ.
1. αποχωρώ μετά την ήττα, αποσύρομαι
2. (για τα περιττώματα) διέρχομαι, βγαίνω
3. (για τόπους) απέχω, είμαι μακριά
4. «ἀποχωρῶ εἴς τι ή ἐπί τι» — καταφεύγω
5. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἀποχωροῡν
περίττωμα, η ακαθαρσία.