άρδην
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(AM ἄρδην, Α κ. ἀέρδην) επίρρ. αείρω
εκ βάθρων, εξολοκλήρου, τελείως («ἀπό τότε ἄλλαξε ἄρδην ἡ κατάσταση»)
αρχ.
ανασηκωτά, σηκώνοντας ψηλά.