αρματωσιά
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
η (Μ ἀρματωσιά)
1. πολεμικά εφόδια, εξοπλισμός
2. οπλισμός, πανοπλία
νεοελλ.
1. τα ξάρτια του πλοίου
2. το σύνολο των κοσμημάτων μιας ενδυμασίας
3. τα χρυσά κεντήματα φορεσιάς
μσν.
η σέλα του αλόγου.