μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.
το (AM ἀραίωμα)1. η αραίωση2. κενό διάστημα σε δυο πράγματα, δέντρα κ.λπ.νεοελλ.διάστιχο, διάστημα που ρυθμίζει τα κενά μεταξύ των στίχων και των λέξεωναρχ.χαλαρή σύσταση σώματος, πλαδαρότητα.