αριστοκρατία

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀριστοκρατία)
νεοελλ.
1. η τάξη των ευγενών, τα άτομα που αποτελούν το ανώτερο κοινωνικό στρώμα
2. (κατ' επέκταση) οι πλούσιοι
αρχ.
1. το πολίτευμα στο οποίο κυβερνούν οι άριστοι
2. το πολίτευμα στο οποίο κυβερνούν οι πλούσιοι
3. το ιδεώδες πολίτευμα στο οποίο οι κυβερνήτες εκλέγονται από τους αρίστους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + κράτος
πρβλ. δημοκρατία.