δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
ο1. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του αρχαϊσμούς2. εκείνος που μιμείται αρχαϊκά πρότυπα στην τέχνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαΐζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Π. Χιώτη].