αριθμητήρας

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source

Greek Monolingual

και -ήρ, ο
συσκευή που χρησιμοποιείται για την εκτύπωση αριθμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριθμώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. compteur (mecanique) numeroteur. Ο ελληνικός όρος αριθμητήρ μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου].