αριθμητήρας

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source

Greek Monolingual

και -ήρ, ο
συσκευή που χρησιμοποιείται για την εκτύπωση αριθμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριθμώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. compteur (mecanique) numeroteur. Ο ελληνικός όρος αριθμητήρ μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου].