αρτιγέννητος
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀρτιγέννητος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε πριν από λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι- + -γέννητος < γεννητός < γεννώ (πρβλ. αγέννητος, νεογέννητος)].