ασβεστόγαλα

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. γαλάκτωμα ασβέστου
2. το υδροξείδιο του ασβεστίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσβεστος + γάλα. Ο τ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωία].