αρχαιοκάπηλος

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που εμπορεύεται παράνομα ή εξάγει λαθραία στο εξωτερικό έργα αρχαίας τέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + κάπηλος «μικρέμπορος, μικροπωλητής». Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Ανδρέα Μουστοξύδη.
ΠΑΡ. αρχαιοκαπηλία].