αστοχώ
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
(AM ἀστοχῶ, -έω) άστοχος
1. δεν πετυχαίνω τον στόχο, αποτυγχάνω
2. σφάλλω, πλανώμαι στην κρίση μου
(μσν. νεοελλ.) δεν ευδοκιμώ («αστόχησαν τα στάρια», «αστοχήσασα η χώρα διά την λειψυδρίαν»)
νεοελλ.
1. ξεχνώ
2. δεν δίνω σημασία, παραμελώ.